Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι

Ἡ δημιουργία διαλέκτων εἶναι μία περίπλοκη διαδικασία ποὺ συνδέεται μὲ ποικίλους ἐνδο- ἀλλὰ καὶ ἐξωγλωσσικοὺς (κοινωνικούς, ἱστορικοὺς κ.ἄ.) παράγοντες. 
Ἄλλωστε ἡ ποικιλία στὴ γλῶσσα, εἴτε σὲ γεωγραφικὸ (βλ. διάλεκτοι) εἴτε σὲ κοινωνικὸ εἴτε σὲ ἀτομικὸ ἐπίπεδο ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς βασικότερες ἰδιότητές της, ὅπως συμβαίνει σὲ πολλὲς ἄλλες ἐκφάνσεις τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καὶ γενικὰ τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας. 
Ἔτσι γιὰ παράδειγμα, καὶ γιὰ νὰ παραμείνουμε στὸ γεωγραφικὸ ἐπίπεδο, ὅπως ὑπάρχει ἔντονη ποικιλία στὶς παραδοσιακὲς ἐνδυμασίες, στὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, στὴν παραδοσιακὴ μουσικὴ καὶ τοὺς χορούς, στὴν παραδοσιακὴ ἀρχιτεκτονική, τὴν κουζίνα κ.λπ., κατὰ ἀνάλογο τρόπο ἔχει καὶ ἡ γλῶσσα κατὰ τόπους διαφορετικὴ μορφή.

 Ἡ σταδιακὴ διάσπαση μίας ἀρχικὰ «ἑνιαίας» γλώσσας σὲ γεωγραφικὲς παραλλαγές, δηλ. σὲ διαλέκτους, μπορεῖ νὰ ἐνισχυθεῖ ἀπὸ ἐξωγλωσσικοὺς παράγοντες, ὅπως π.χ. ἡ γεωγραφικὴ ἀπομόνωση ὁμόγλωσσων περιοχῶν μεταξύ τους ἐξαιτίας φυσικῶν ἐμποδίων (ὀροσειρές, μεγάλα ποτάμια, θάλασσες) ἢ ὁ πολιτικὸς κατακερματισμὸς τοῦ γλωσσικοῦ χώρου (π.χ. στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο) ποὺ εὐνοοῦν τὴν ἀραίωση ἢ καὶ τὴν πλήρη ἔλλειψη ἐπικοινωνίας μεταξὺ ὁμόγλωσσων πληθυσμῶν ἀπὸ διάφορες περιοχές, καθὼς καὶ ἀπὸ ἄλλους ἰδιαίτερους σὲ κάθε περίπτωση παράγοντες.
Οἱ διάλεκτοι ἀποτελοῦν πλήρη γλωσσικὰ συστήματα, τὰ ὁποῖα, ὅπως καὶ κάθε μορφὴ γλώσσας, ἐξυπηρετοῦν κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο τὶς ἐπικοινωνιακὲς ἀνάγκες τῶν χρηστῶν τους. 
Ἔτσι δὲν ἐπιδέχονται κανενὸς εἴδους ἀξιολόγηση ὡς πρὸς τὴ λειτουργικότητά τους ἢ γενικὰ τὴν «ἀξία» τους, ὅπως κι ἂν τὴν ἐννοήσουμε. Μὲ ἄλλα λόγια δὲν εἶναι οὔτε «καλύτερες» ἀλλὰ οὔτε καὶ «χειρότερες» ἀπὸ τὴν ἐπίσημη γλῶσσα. Γεννιοῦνται μέσα ἀπὸ διαδικασίες ποὺ ἀνέκαθεν λάμβαναν χώρα σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες, καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται ὡς «παραφθορές». 
Ὁ συνήθης καὶ πιὸ διαδεδομένος τρόπος ἀντιμετώπισής τους (τουλάχιστον στὴν περίπτωση τῆς Νέας Ἑλληνικῆς) γενικὰ δὲν εἶναι θετικός, γεγονὸς ποὺ ὀφείλεται στὸ ὅτι στὸ σύνολό τους οἱ διάλεκτοι ἀποκλίνουν ἀπὸ τὴν ἐπίσημη γλῶσσα-πρότυπο, ἡ ὁποία στὰ μάτια τῶν περισσοτέρων ὁμιλητῶν (ἀκόμη καὶ τῶν διαλεκτόφωνων) εἶναι ἡ μόνη «σωστὴ» γλῶσσα. Ἐπιπλέον διατηροῦνται πλέον κυρίως στὸ λόγο ἀνθρώπων περιορισμένης μορφώσεως, ἐνῶ παλαιότερα χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀπάρτιζαν τὶς τοπικὲς κοινωνίες.
 Τέλος, στὴ συντριπτική τους πλειονότητα οἱ διάλεκτοι δὲν διαθέτουν λογοτεχνικὴ παράδοση καὶ ἡ χρήση τους παρέμεινε ἀποκλειστικὰ σχεδὸν προφορική, ἐξυπηρετώντας τὶς ἐπικοινωνιακὲς ἀνάγκες κυρίως ἀγροτοποιμενικῶν κοινωνιῶν1. Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν διάλεκτοι ὅπως ἡ Κρητική, ἡ ὁποία ὑπῆρξε τὸ γραπτὸ ὄργανο σημαντικῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς μέχρι τὸ 1669 (ὁπότε καὶ ἡ Κρήτη ἐντάχθηκε στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία), ἢ διάλεκτοι, οἱ ὁποῖες συνδέονται στενὰ μὲ τὴν ταυτότητα τῶν πληθυσμῶν ποὺ τὶς μιλοῦν, καὶ ἀποκτοῦν ἔντονα συμβολικὸ χαρακτήρα, εἰδικὰ ἂν μιλιοῦνται σὲ περιβάλλον κατὰ πλειοψηφία ἀλλόγλωσσο (π.χ. ἡ Ποντιακὴ σὲ πλειοψηφία τουρκόφωνων στὴ Μικρὰ Ἀσία πρὶν τὸ 1922) ἢ ἀποτελοῦν πολύτιμα κατάλοιπα παλαιότερων ἐποχῶν, ὅπως εἶναι οἱ σημερινὲς ἑλληνικὲς διάλεκτοι τῆς Κάτω Ἰταλίας (Ἀπουλίας καὶ Καλαβρίας).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου