Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΣΤΗΝ Ε.Ε.

ΣΧΟΛΙΟ : Στα πλαίσια της διαμόρφωσης του νέου κανονιστικού πλαισίου για το χρέος των κ-μ της Ευρωζώνης ο Πρόεδρος του Οικονομικού Ινστιτούτου του Μονάχου κος Fuest μεταξύ πολλών, θεωρεί ότι επιβάλλεται στην  Ευρωπαϊκή  Οικονομία  να  ακολουθήσει μια Πολιτική, βάση της οποίας θα αναπτύσσεται σε ποσοστό τουλάχιστον 5% προκειμένου να κρατηθεί ο λόγος 
( ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ/ΑΕΠ= 60%).
Σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει η σχέση Ελλείμματος/ΑΕΠ  να περιορισθεί στο 1,8% αντί 3% που είναι σήμερα.
Κατα συνέπεια αν η ανάπτυξη δεν φθάσει στο 5%  θα πρέπει να ενταθούν οι συνθήκες λιτότητας για τους λαούς της ΕΕ..
Ωστόσο με συνθήκες λιτότητας για τους λαούς της Ευρωζώνης ακόμα και στην  περίπτωση  ανάπτυξης  3%  ( σύμφωνα με τις προβλέψεις)  η συνεχής παραγωγή αγαθών  θα πρέπει να διοχετεύεται σε αγορές που μάλλον θα πρέπει να εξευρεθούν εκτός Ε.Ε..  Εδώ μάλλον θα υπάρξει το πρόβλημα.
Καλό σας βράδυ.
Φιλικότατα 
Δ.Ζ.



 Aρθρο του Προέδρου του Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών Ifoτου Μονάχου,
Clemens Fuest στην Γερμανική εφημερίδα F.A.Z.

 «Αυστηρότεροι κανόνες για το χρέος στην Ευρωζώνη».



            Ο συντάκτης του άρθρο ξεκινά με την επισήμανση ότι ένα από τα σημαντικότερα θέματα στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό του κυβερνητικού συνασπισμού της Τζαμάικα είναι η τοποθέτηση της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης στο θέμα των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση.
Όπως τονίζει ο αρθρογράφος, ένα από τα πλέον διαφιλονικούμενα θέματα είναι το μέλλον του κανονιστικού πλαισίου για το δημόσιο χρέος των κρατών – μελών της Ευρωζώνης. 
Σύμφωνα με την άποψη των επικριτών της παρούσας κατάστασης, οι ισχύοντες κανόνες είναι υπερβολικά περιοριστικοί και πιθανόν αναχαιτίζουν τις δημόσιες επενδύσεις, σημειώνοντας ότι στην πραγματικότητα μία σοβαρή εφαρμογή των καθιερωμένων αντιλήψεων περί εξασφάλισης μίας βιώσιμης δημοσιονομικής πολιτικής δεν απαιτεί ηπιότερους κανόνες για το δημόσιο χρέος.  

            Ο αρθρογράφος θέτει στη συνέχεια το ερώτημα τι σημαίνει βιωσιμότητα στην περίπτωση των δημοσιονομικών, για να σημειώσει αμέσως μετά ότι υφίστανται σε αυτό το σημείο δύο προσεγγίσεις.
Η πρώτη αφορά τη θέση ότι η κατάσταση του δημοσίου χρέους δεν μεταβάλλεται προς τα πάνω ταχύτερα από τη συνολική απόδοση της οικονομίας (ΑΕΠ), δηλαδή τη διατήρηση σταθερού του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ.
Οι υποστηρικτές της δεύτερης προσέγγισης, στο πλαίσιο της οποίας το κράτος γίνεται αντιληπτό ως μία επιχείρηση με ισολογισμό, προβάλλουν το επιχείρημα ότι τίποτα δεν αντιτίθεται στη συσσώρευση χρέους, αν για αυτό υπάρχει αντίκρισμα σε επίπεδο δημόσιας περιουσίας.
Από την άποψη αυτή απορρέει ο κανόνας να επιτρέπονται τα νέα χρέη μέχρι του ύψους των δημόσιων επενδύσεων, αλλά μόνον των καθαρών επενδύσεων.
Παράλληλα, η αντικατάσταση των αποσβέσεων πρέπει να χρηματοδοτείται από τα τρέχοντα φορολογικά έσοδα, καθώς σε διαφορετική περίπτωση τα χρέη αυξάνονται ταχύτερα από τη δημόσια περιουσία.

            Ο συντάκτης σημειώνει κατόπιν ότι κατά τη θεμελίωση της Ευρωζώνης, τα κράτη – μέλη συμφώνησαν στην εφαρμογή της πρώτης προσέγγισης, ορίζοντας ότι το ποσοστό του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60%, ο κρατικός προϋπολογισμός υπό φυσιολογικές οικονομικές συνθήκες να είναι ισοσκελισμένος και ακόμη και σε περιόδους κακών επιδόσεων της οικονομίας η τρέχουσα συσσώρευση νέων χρεών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ.
Όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος, στο δημόσιο διάλογο το όριο του 3% αντιμετωπιζόταν εξ αρχής περισσότερο ως ένα σημείο προσανατολισμού για το επίπεδο του δημοσίου ελλείμματος υπό φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας της οικονομίας.
Αυτό είναι κάτι που δικαιολογείται με όρους οικονομικής επιστήμης, καθώς με ένα μόνιμο έλλειμμα του 3% είναι δυνατή η συγκράτηση του δημοσίου χρέους στο 60% του ΑΕΠ, υπό την προϋπόθεση ότι η ονομαστική οικονομική ανάπτυξη βρίσκεται στο 5%, δηλαδή προκύπτει από ένα πραγματικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της τάξης του 3% και πληθωρισμό της τάξης του 2%.


            Όπως παρατηρεί ο αρθρογράφος, τη δεκαετία του ’90 η ονομαστική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη βρισκόταν σχεδόν λίγο πάνω από το 5%, αλλά στο μεταξύ οι συνθήκες έχουν αλλάξει, με το μέσο όρο του ποσοστού του δημοσίου χρέους στα κράτη – μέλη του ευρώ να βρίσκεται στο 90% και το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης να έχει ελαττωθεί αισθητά.
Σε ό, τι αφορά τους κανόνες για το δημόσιο χρέος θα πρέπει συνεπώς να προσδιοριστεί αν πρέπει να παραμείνει ο όρος για το ποσοστό του 60% επί του ΑΕΠ. 
Υπέρ αυτού είναι η άποψη ότι χώρες που αποτελούν μέλη της νομισματικής ένωσης και γι’ αυτό δεν διαθέτουν πλέον δική τους νομισματική πολιτική, καθίστανται πιο επιρρεπείς σε κρίσεις αξιοπιστίας από ό, τι αυτές που διαθέτουν κεντρική, εκδοτική τράπεζα.

Το δεύτερο σημείο που πρέπει να συζητηθεί αφορά το πόσο ρεαλιστικό είναι να μιλά κανείς για επάνοδο σε ρυθμό μεσοσταθμικής, ονομαστικής, οικονομικής ανάπτυξης του 5%, καθώς όλες οι προγνώσεις μιλούν για 3% αν όλα πάνε καλά.
Όπως παρατηρεί ο συντάκτης, όταν μία χώρα υπό αυτές τις συνθήκες έχει ένα διαρκές έλλειμμα στον προϋπολογισμό της σε ποσοστό 3%, το δημόσιο χρέος της θα ανέβει στο 100% του ΑΕΠ της.
Για τη διατήρηση του δημοσίου χρέους στο 60%, το έλλειμμα δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο του 1,8%, ακόμη και αν αυτό αποτελεί μία μη δημοφιλή επιλογή, σημειώνει ο συντάκτης.

 Συνεχίζοντας το σκεπτικό του, ο αρθρογράφος σημειώνει ότι για χώρες με μεγάλα βάρη δημοσίου χρέους όπως η Ιταλία έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο των πρόσφατων μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ότι θα κάνουν περισσότερα προς την κατεύθυνση της αποδόμησης του όγκου των δημόσιων χρεών τους.

Στην περίπτωση της Ιταλίας, τονίζει ο συντάκτης, η επίτευξη των συμφωνημένων στόχων απαιτεί έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, αλλά υπογραμμίζει επιπρόσθετα ότι παρά το γεγονός ότι, με δεδομένες τις υφιστάμενες αναπτυξιακές δυνατότητες της ιταλικής οικονομίας, χρειάζονται πολλές δεκαετίες για την επίτευξη του στόχου του 60% για το δημόσιο χρέος, η κατεύθυνση είναι ορθή.

            Ο αρθρογράφος παρατηρεί στη συνέχεια ότι οι επικριτές αυτής της προσέγγισης παραπέμπουν πάντα στο γεγονός ότι οι ισχύοντες κανόνες για το δημόσιο χρέος δεν λαμβάνουν υπόψη το εάν το δανεισμένο χρήμα δαπανάται για επενδύσεις ή για κατανάλωση.
Επομένως, απαιτούν τη μετάβαση της Ευρώπης στη δεύτερη προσέγγιση περί βιώσιμης δημοσιονομικής πολιτικής που εδράζεται σε κανόνες που συναρτώνται με την παράμετρο των δημοσίων επενδύσεων, δηλαδή μία κίνηση προς τη κατεύθυνση του λεγόμενου ‘χρυσού κανόνα’.

Ο συντάκτης του άρθρου διερωτάται τι θα σήμαινε η εφαρμογή αυτού του κανόνα και παρατηρεί ότι στην περίπτωση της Ιταλίας που το 2016 είχε δημόσιο έλλειμμα σε ποσοστό 2,5%, μία τέτοια προσέγγιση θα συνεπαγόταν μία δρακόντεια περικοπή των δημοσίων δαπανών κατανάλωσης ή την άνοδο της φορολογίας, ενώ οι δυνατότητες χρηματοδότησης επενδύσεων με τη δημιουργία νέων χρεών ήταν επίσης πολύ περιορισμένες.
Ο συντάκτης αναφέρεται στη συνέχεια στην περίπτωση της Πορτογαλίας η οποία με βάση την ανάλυσή του αποτελεί ένα ακόμη πιο τρανταχτό παράδειγμα για το πρόβλημα εφαρμογής ενός περισσότερο επενδυτικά προσανατολισμένου κανονιστικού πλαισίου για το δημόσιο χρέος.

            Καταληκτικά, ο οικονομολόγος του Ινστιτούτου του Μονάχου παρατηρεί ότι με δεδομένες τις ηχηρές διαμαρτυρίες για την υποτιθέμενη πολιτική λιτότητας στην Ευρώπη, η απαίτηση για αυστηρότερα όρια στα δημόσια χρέη φαντάζει μη επίκαιρη, καθώς διατηρείται η πεποίθηση ότι πρέπει να επιτραπεί για καμία διετία η συσσώρευση χρεών, δεδομένου ότι αυτό θα αντισταθμιστεί με την οικονομική ανάπτυξη που θα ακολουθήσει. 
Ο αρθρογράφος παρατηρεί ότι αυτή είναι μία φόρμουλα που επεχείρησε να εφαρμόσει η Ιαπωνία και οδηγήθηκε σε ένα επικίνδυνο μίγμα ισχνής οικονομικής ανάπτυξης και αυξανόμενων χρεών, παράδειγμα που η Ευρώπη δεν πρέπει να ακολουθήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου